- μαζοποιός
- ο (Α μαζοποιός)νεοελλ.στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιάαρχ.αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός* (< ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μαζοποιώ — (Μ μαζοποιῶ, έω) [μαζοποιός] νεοελλ. μεταβάλλω κάτι σε μάζα, σε φύραμα μσν. παρασκευάζω ψωμί από κριθαρένιο αλεύρι … Dictionary of Greek